μολυβρός
English (LSJ)
ά, όν, lead-coloured, Hsch.
German (Pape)
[Seite 200] bleifarbig, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
μολυβρός: -ά, -όν, μολυβδοειδής, ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ μολύβδου, μολυβδόχρους, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μολυβρός, -ά, -όν (Α)
αυτός που έχει το χρώμα του μολύβδου, μολυβής, μολυβόχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβος + κατάλ. -ρός (πρβλ. αλυκρός)].