μονιμότητα

Greek Monolingual

η (Α μονιμότης)
μόνιμος
η ιδιότητα του μόνιμου, σταθερότητα, διάρκεια
νεοελλ.
το σύνολο τών προβλεπόμενων από το Σύνταγμα —και τη συναφή νομοθεσία— εγγυήσεων εναντίον ορισμένων βαρύνουσας σημασίας υπηρεσιακών μεταβολών τών δημόσιων υπαλλήλων, όπως λ.χ. παύσης, υποβιβασμού, μετάθεσης, εφόσον και για όσο χρόνο υπάρχουν οι σχετικές θέσεις.