μονοκόμματος

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ μονοκόμματος, -ον)
αυτός που αποτελείται από ένα μόνο κομμάτι
νεοελλ.
1. (για πρόσ.) μτφ. α) δύσκαμπτος, άκαμπτος
β) ισχυρογνώμων, σκληροτράχηλος
γ) ειλικρινής, ευθύς, ντόμπρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + κομμάτι].