μονοκόνδυλος

English (LSJ)

μονοκόνδυλον, with but one joint, δάκτυλος (thumb) Arist.HA493b29.

German (Pape)

[Seite 203] mit einem Gelenke, Arist. H. A. 1, 15.

Russian (Dvoretsky)

μονοκόνδῠλος: Arst. = μονόκαμπτος.

Greek (Liddell-Scott)

μονοκόνδῠλος: -ον, ὁ ἔχων ἕνα μόνον κόνδυλον ἢ ἁρμόν, δάκτυλος Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 15, 5.

Greek Monolingual

μονοκόνδυλος, -ον (Α)
αυτός που αποτελείται από έναν μόνο κόνδυλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + κόνδυλος «αρμός, κόμπος» (πρβλ. ρυποκόνδυλος)].