μονοκόνδυλος
English (LSJ)
μονοκόνδυλον, with but one joint, δάκτυλος (thumb) Arist.HA493b29.
German (Pape)
Russian (Dvoretsky)
μονοκόνδῠλος: Arst. = μονόκαμπτος.
Greek (Liddell-Scott)
μονοκόνδῠλος: -ον, ὁ ἔχων ἕνα μόνον κόνδυλον ἢ ἁρμόν, δάκτυλος Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 15, 5.
Greek Monolingual
μονοκόνδυλος, -ον (Α)
αυτός που αποτελείται από έναν μόνο κόνδυλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + κόνδυλος «αρμός, κόμπος» (πρβλ. ρυποκόνδυλος)].