μονομιάς

Greek Monolingual

(επίρρ)
1. αμέσως
2. με μια κίνηση, μεμιάς, χωρίς διακοπή, μονορούφι («ήπιε ένα ποτηράκι ούζο μονομιάς»)
3. ξαφνικά, αιφνίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + μιας (πρβλ. διαμιάς)].