μονοφυσιτισμός
Greek Monolingual
ο
θεολ. αιρετική διδασκαλία, σύμφωνα με την οποία στο πρόσωπο του Χριστού, κατά την ενανθρώπηση, η θεία και η ανθρώπινη φύση ενώθηκαν σε μία, η οποία προέκυψε από τη σύγκραση της πεπερασμένης ανθρώπινης φύσης με την άπειρη θεία φύση του Υιού και Λόγου του Θεού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λέξη, πρβλ. γαλλ. monophysitisme (< μονοφυσίτης + -ισμός). Η λ. μαρτυρείται από το 1844 στον Κ. Κοντογόνη].