μονόκοιτος
English (LSJ)
μονόκοιτον,
A sleeping alone, Sch.Lyc.960.
II for one sleeper, κλινίδιον Hsch. s.v. σκιμπόδιον (-κοίτιον cod.).
German (Pape)
[Seite 203] allein schlafend, Schol. Lycophr. 958.
Greek (Liddell-Scott)
μονόκοιτος: -ον, ὁ μόνος κοιμώμενος, Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 960, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μονόκοιτος, -ον (Α)
αυτός που κοιμάται μόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -κοιτος(< κοίτη «κρεβάτι»), πρβλ. αγλαόκοιτος].