μονόφυλλος

English (LSJ)

μονόφυλλον, one-leaved, Thphr. HP 1.13.2.

German (Pape)

[Seite 206] einblättrig, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

μονόφυλλος: -ον, ὁ ἔχων ἓν μόνον φύλλον, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 13, 2.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ μονόφυλλος, -ον)
(για φυτά και άνθη) αυτός που έχει ένα μόνο φύλλο ή σέπαλο
νεοελλ.-μσν.
(για ένδυμα ή ύφασμα) αυτός του οποίου το πλάτος αποτελείται από ένα μόνο φύλλο («μονόφυλλο σεντόνι»)
νεοελλ.
1. αυτός που αποτελείται από ένα φύλλο ή είναι κατασκευασμένος με ένα μόνο φύλλο (α. «μονόφυλλο έντυπο» β. «μονόφυλλη θύρα»)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μονόφυλλα
φάκελοι, ταχυδρομικά δελτάρια, ταινίες κ.λπ. που έχουν έντυπο γραμματόσημο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + φύλλον.