γραμματόσημο
From LSJ
Greek Monolingual
το
μικρό ένσημο, το οποίο εκδίδει ταχυδρομική υπηρεσία, κινητό για να επικολληθεί ή τυπωμένο πάνω σε φάκελο ή άλλο ταχυδρομικό είδος για να δείχνει ότι έχει πληρωθεί το ταχυδρομικό τέλος από τον αποστολέα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γράμμα (-ατος) + σήμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1860 στους Ελληνικούς Κώδικες].