μονόφυλος

English (LSJ)

μονόφυλον, of one tribe, race, or kind, Opp.C.1.399.

German (Pape)

[Seite 206] aus einem Volksstamme, aus einer Gattung, unvermischt, Opp. Cyn. 1, 399, πολὺ φέρτατα πάντων φῦλα μένειν μονόφυλα.

Greek (Liddell-Scott)

μονόφῡλος: -ον, ὁ ἀποτελούμενος ἐκ μιᾶς φυλῆς ἢ γένους, ἄμικτος, Ὀππ. Κυν. 1. 399.

Greek Monolingual

μονόφυλος, -ον (Α)
αυτός που κατάγεται από ένα γένος, από μία φυλή, άμεικτος, φυλετικά καθαρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -φυλος (< φυλή), πρβλ. ετερόφυλος].