μονώνυμος

Greek (Liddell-Scott)

μονώνυμος: -ον, «ἕκαστον τῶν ὀνομάτων μονώνυμον, μὴ ἔχον δευτέρωσιν· καὶ γὰρ ὁ πατὴρ πατήρ, καὶ οὐκ ἔχει ἀντιπαράθετον» Ἐπιφάν. τόμ. 2, σ. 12C. - Ἐπίρρ. μονωνύμως, αὐτόθι 13Α, 28Α, κλ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μονώνυμος, -ον)
αυτός που έχει ένα μόνο όνομα
νεοελλ.
1. συνεκδ. ομοιόμορφος, ομοιότυπος
2. το ουδ. ως ουσ. το μονώνυμο
αλγεβρική παράσταση μιας μόνο μεταβλητής, που αποτελείται από αριθμούς και γράμματα και στην οποία δεν σημειώνονται πράξεις πρόσθεσης ή αφαίρεσης, αλλά μόνο πρά,ξεις πολλαπλασιασμού, διαίρεσης ή ύψωσης σε δύναμη.
επίρρ...
μονωνύμως (Α)
με ένα όνομα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. τοῦ ὄνομα), πρβλ. μεγαλώνυμος.