ομοιότυπος
From LSJ
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ὁμοιότυπος, -ον)
αυτός που είναι του ίδιου ή παρόμοιου τύπου με έναν άλλο, αυτός που έχει την ίδια μορφή με έναν άλλο, ομοιόμορφος
νεοελλ.
1. αυτός που έγινε κατά τον ίδιο τύπο, που αποτελεί ακριβές αντίγραφο ενός άλλου, πανομοιότυπος
2. (για φυτό) αυτός που μοιάζει με τον αρχικό τύπο, αυτός που δεν αποτελεί παραλλαγή του αρχικού τύπου
3. το ουδ. ως ουσ. το ομοιότυπο
αντίγραφο κειμένου τυπωμένο ακριβώς όπως το πρωτότυπο.
επίρρ...
ομοιοτύπως και ομοιότυπα
με όμοιο τύπο, με όμοια μορφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -τυπος (< τύπτω), πρβλ. χαλκότυπος].