μουλαράς

Greek Monolingual

ο
1. οδηγός μουλαριού, ημιονηγός
2. ιδιοκτήτης μουλαριών
3. μτφ. α) άνθρωπος άξεστος, αγροίκος, απολίτιστος β) άνθρωπος αναίσθητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μουλάρι + -άς, κατάλ. που απαντά σε ουσ. δηλωτικά επαγγελμάτων (πρβλ. αμαξάς, ψωμάς)].