μουριά

Greek Monolingual

η
βοτ. γένος δικότυλων δένδρων τών εύκρατων περιοχών, του οποίου υπάρχουν 6 περίπου είδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μορέα (< μόρον «μούρο») με κώφωση του -ο- σε -ου- και συνίζηση (πρβλ. ελαία > ελιά, συκέα < συκιά)].