μούρλος
1. κάνω κάποιον μουρλό, τρελαίνω, ζουρλαίνω
2. μτφ. α) εκνευρίζω, παροξύνω («μέ μούρλανες με τις φωνές του»)
β) ερεθίζω, ζαλίζω («τον μούρλανε με τα χάδια της»)
3. παθ. μουρλαίνομαι
κάνω σαν τρελός, εξίσταμαι («μουρλάθηκε από τη χαρά του μόλις το άκουσε»).