μουρμούρισμα
Greek Monolingual
το μουρμουρίζω
1. συγκεχυμένη και σιγανή ομιλία, ψίθυρος
2. γκρίνια, μεμψιμοιρία
3. κελάρυσμα τρεχούμενου νερού.
το μουρμουρίζω
1. συγκεχυμένη και σιγανή ομιλία, ψίθυρος
2. γκρίνια, μεμψιμοιρία
3. κελάρυσμα τρεχούμενου νερού.