μουσκίδι

Greek Monolingual

το
το αποτέλεσμα του μουσκεύω, ολοκληρωτικό βρέξιμογίνομαι μουσκίδι» — καταβρέχομαι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μοσχίδιον, υποκορ. του μόσχος (για τη σημ. της λέξης βλ. μουσκεύω)].