μούρλα

Greek Monolingual

και μούρλια, η
1. τρέλα, παραφροσύνη, ανισορροπία
2. μτφ. απερίσκεπτη ενέργεια
3. (στον τ. μούρλια)
α) ως επίθ. έξοχος, υπέροχος («αγόρασα ένα φόρεμα μούρλια»)
β) (ως επίρρ.) έξοχα, θαυμάσια («σού πάει μούρλια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από το ρ. μουρλαίνω].