μπαμπούλας

Greek Monolingual

ο
1. φανταστικός δαίμονας του κακού που τόν αναφέρουν για να φοβίζουν τα μικρά παιδιάαπίστευτος μπαμπούλας που τρομάζει τα παιδιά του χωριού»)
2. (κατ' επέκτ.) καθετί το οποίο προκαλεί αβάσιμο φόβο, φόβητρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. πρόκειται για ηχομιμητική λ. προς εκφοβισμό των μικρών παιδιών. Κατ' άλλους, από μπούμπουλας με ανομοιωτική τροπή του πρώτου -ου- σε -α-].