η1. μεγάλη λεκάνη από μάρμαρο ή πορσελάνη σε λουτρό σπιτιού, όπου κανείς λούζεται και πλένει το σώμα του, λουτήρας2. καμπίνα σε χώρο θαλάσσιων λουτρών.[ΕΤΥΜΟΛ. < μπάνιο + κατάλ. -ιέρα (πρβλ. φρουτιέρα)].