μπερμπάντης
Greek Monolingual
και μπιρμπάντης, ο, θηλ. -ισσα
1. γυναικάς, ακόλαστος
2. φαύλος, αχρείος
3. γλεντζές
4. έξυπνος, τετραπέρατος, τσαχπίνης, πονηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. birbante].
και μπιρμπάντης, ο, θηλ. -ισσα
1. γυναικάς, ακόλαστος
2. φαύλος, αχρείος
3. γλεντζές
4. έξυπνος, τετραπέρατος, τσαχπίνης, πονηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. birbante].