μπεσαλής

Greek Monolingual

θηλ. ού και -ίδισσα
άνθρωπος που έχει μπέσα, άνθρωπος ο οποίος είναι άξιος εμπιστοσύνης, πιστός στον λόγο του, ευθύς, ντόμπρος («μού αρκεί ο λόγος σου, γιατί είσαι μπεσαλής»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μπέσα + κατάλ. -λής (πρβλ. παραλής)].