Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
μπισκότο
Greek Monolingual
το (Μ μπισκόττιν) είδος ξηροψημένου τραγανού πλακουντίου, γλυκού ή αλμυρού, που παρασκευάζεται με αλεύρι, βούτυρο, ζάχαρη, αβγά κ.ά. υλικά μσν. παξιμάδι, γαλέτα. [ΕΤΥΜΟΛ.< ιταλ. bis-cotto «αυτό που έχει ψηθεί δύο φορές διπλοψημένο»].