μπουμπουκιάζω

Greek Monolingual

μπουμπούκι
1. (για φυτό) βγάζω μπουμπούκια, αρχίζω να ανθοφορώ
2. μτφ. είμαι σε νεαρή ηλικία, είμαι σε άνθηση.