ανθοφορώ

From LSJ

ὦ θάνατε, σωφρόνισμα τῶν ἀγνωμόνων → o death, chastener of the foolish | ο death, warning to the arrogant

Source

Greek Monolingual

(AM ἀνθοφορῶ, -έω)
1. (για φυτά) παράγω, βγάζω άνθη
2. είμαι στολισμένος με άνθη
3. κρατώ άνθη για κάποια τελετή
αρχ.
1. (για τις μέλισσες) παίρνω το μέλι από τα λουλούδια
2. είμαι ανθοφόρος, προσκομίζω ως ιέρεια λουλούδια στους θεούς
3. είμαι άσεμνος, προκλητικός (σαν πόρνη ντυμένη με ζωηρόχρωμα ρούχα).