μπουμπούκι

From LSJ

Greek Monolingual

το (Μ μπουμπούκι)
άνθος που βρίσκεται ακόμη κλειστό ή μισοανοιχτό μέσα στον κάλυκα
νεοελλ.
1. οφθαλμός φυτού, κν. μάτι
2. (με την αντων. μου) μπουμπούκι μου
λέγεται ως θωπευτική προσφώνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βομβύκιον, υποκορ. του βόμβυξ «μεταξοσκώληκας» (πρβλ. βαμβάκι: μπαμπάκι). Κατ' άλλη άποψη, η λ. παράγεται από πουπούκι < ρομαν. puppa].