μπροστέλα

Greek Monolingual

η
ποδιά για τις δουλειές του σπιτιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. τ. ἐμπροστέλα + κατάλ. -έλα (πρβλ. καρτέλα, ροδέλα). Κατ' άλλη άποψη, < σλαβ. pre-stela, με παρετυμολ. επίδραση του εμπρός].