μπόλικος

Greek Monolingual

-η, -ο
1. άφθονος, πλούσιος («μπόλικα λεφτά»)
2. ευρύχωρος, φαρδύς («τα παπούτσια μου είναι μπόλικα»).
επίρρ...
μπόλικα
(συν. με αναδίπλωση) μπόλικα μπόλικα
με μεγάλη αφθονία, άφθονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bol + κατάλ. -ικος].