μυαλωμένος

Greek Monolingual

και μνυαλωμένος, -η, -ο
αυτός που έχει ορθή κρίση, συνετός, γνωστικός.
επίρρ...
μυαλωμένα
με σκέψη, με σύνεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυαλό, κατά τα μεγαλωμένος, δυναμωμένος].