και μνυαλωμένος, -η, -οαυτός που έχει ορθή κρίση, συνετός, γνωστικός. επίρρ...μυαλωμέναμε σκέψη, με σύνεση.[ΕΤΥΜΟΛ. < μυαλό, κατά τα μεγαλωμένος, δυναμωμένος].