μυελογραφία
Greek Monolingual
η
ιατρ. ακτινολογική τεχνική που επιτρέπει τη μελέτη του περιεχομένου του νωτιαίου σωλήνα έπειτα από ένεση στον υπαραχνοειδή χώρο ενός αδιαφανούς για τις ακτίνες Χ αερίου ή υγρού, με οσφυονωτιαία ή υποϊνιακή παρακέντηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. myelographie (< μυελός + -γραφία < -γραφος < γράφω)].