μυόφορβος

Greek Monolingual

μυόφορβος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που τρέφεται με ποντίκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + -φόρβος (< φορβή < φέρβω «τρέφω»), πρβλ. πολύφορβος].

Russian (Dvoretsky)

μυόφορβος: питающийся мышами Batr.