μωμώμαι

Greek Monolingual

μωμῶμαι, -άομαι και ποιητ. και ιων. τ. μωμέομαι (Α) μώμος
βρίσκω σφάλμα, ελάττωμα, ψεγάδι σε κάποιον, μέμφομαι, επικρίνω, κατηγορώ κάποιον.