Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μώμος

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22

Greek Monolingual

ο (Α μῶμος)
1. μομφή, ψόγος, κατηγορία, επίπληξη, αποδοκιμασία
2. (για πρόσ.) χλευαστής, είρωνας
3. ως κύριο όν. Μώμος
ο προσωποποιημένος θεός του ψόγου, της κατάκρισις και του χλευασμού, γιος του Ύπνου και της Νύκτας
αρχ.
ελάττωμα, ψεγάδι, κουσούρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μῶμος συνδέεται με τη λ. μῦμαρ (αιολ.) «αίσχος, φόβος, ψόγος» που χρησιμοποιείται στον Ησύχ. Για την εμφάνιση ω και υ τών τ. εικάζεται είτε κώφωση του ω σε υ (πρβλ. ἀμύμων) είτε μετάπτωση (πρβλ. ζωμός: ζύμη). Η σύνδεση με το μωκῶμαι θεωρείται αμφίβολη, παρά τη σημασιολογική συγγένεια. Η λεξιλογική οικογένεια της λ. μῶμος διακρίνεται από εκείνη του μέμφομαι, κυρίως ως προς το ότι η πρώτη αναφέρεται τόσο στον εμπαιγμό για ένα ελάττωμα όσο και στο ελάττωμα καθ' εαυτό].