μώμος
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
Greek Monolingual
ο (Α μῶμος)
1. μομφή, ψόγος, κατηγορία, επίπληξη, αποδοκιμασία
2. (για πρόσ.) χλευαστής, είρωνας
3. ως κύριο όν. Μώμος
ο προσωποποιημένος θεός του ψόγου, της κατάκρισις και του χλευασμού, γιος του Ύπνου και της Νύκτας
αρχ.
ελάττωμα, ψεγάδι, κουσούρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μῶμος συνδέεται με τη λ. μῦμαρ (αιολ.) «αίσχος, φόβος, ψόγος» που χρησιμοποιείται στον Ησύχ. Για την εμφάνιση ω και υ τών τ. εικάζεται είτε κώφωση του ω σε υ (πρβλ. ἀμύμων) είτε μετάπτωση (πρβλ. ζωμός: ζύμη). Η σύνδεση με το μωκῶμαι θεωρείται αμφίβολη, παρά τη σημασιολογική συγγένεια. Η λεξιλογική οικογένεια της λ. μῶμος διακρίνεται από εκείνη του μέμφομαι, κυρίως ως προς το ότι η πρώτη αναφέρεται τόσο στον εμπαιγμό για ένα ελάττωμα όσο και στο ελάττωμα καθ' εαυτό].