μύττω
English (LSJ)
Att. for μύσσω.
Greek (Liddell-Scott)
μύττω: Ἀττ. ἀντὶ μύσσω, ἴδε μύσσομαι.
Greek Monolingual
Mantoulidis Etymological
ἤ μύσσω -μύσσομαι (=σκουπίζω τή μύξα). Ἀπό ρίζα μυκ-. Θέμα μυκ+j+ω = μύσσω καί μύσσομαι.
Παράγωγα: μυκτήρ (=μύτη), ἀπομυκτέον, μύξα, μυξώδης, μύτις (=μύτη).
German (Pape)
att. = μύσσω.