νέα

English (LSJ)

Ion. acc. of ναῦς.
II v. νειός.

French (Bailly abrégé)

acc. de ναῦς;
fém. de νέος;
neutre pl. de νέος.

Russian (Dvoretsky)

νέα: I acc. к ναῦς.
II ἡ [f к νέος I]
1) (sc. σελήνη) новолуние Arph., Lys.;
2) (sc. ἡμέρα) первый день месяца: μηνὸς τῇ νέᾳ Plat. в первый день месяца.

Greek (Liddell-Scott)

νέα: ἡ νέωμα, κοινῶς «νειάμα», μέρος χέρσου γῆς καλλιεργηθὲν διὰ πρώτην φορὰν καὶ ἀφεθὲν ἀργὸν ἐπί τινα χρόνον ὅπως καλλιεργηθῇ πάλιν πρὸς σποράν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3, 15.

Greek Monolingual

νέα, ἡ (Α)
βλ. νειός.

Greek Monotonic

νέα: Ιων. αιτ. του ναῦς.