νέωμα
From LSJ
English (LSJ)
-ατος, τό, (νεόω) fallow land just broken up, LXX Je.4.3 (pl.).
German (Pape)
[Seite 249] τό, neu gepflügtes, zur Saat bereitetes Brachland, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
νέωμα: τό, χέρσος γῆ νεωστὶ ἀροθεῖσα, «νειάμα», ἴδε ἐν λέξ. νεόω ΙΙ.
Greek Monolingual
το (Α νέωμα) [νεώ II]
χωράφι, γη που καλλιεργήθηκε πρόσφατα αφού είχε μείνει ένα διάστημα χέρσα, κν. νιάμα.