ναρκώνω

Greek Monolingual

(Α ναρκῶ, -όω) νάρκη
επιφέρω νάρκη, προκαλώ αναισθησία, αναισθητοποιώ
νεοελλ.
1. προκαλώ τάση για ύπνο, για λήθαργο
2. μτφ. προξενώ αποχαύνωση, αποχαυνώνω.