ναυαρχώ

Greek Monolingual

(Α ναυαρχῶ, -έω) ναύαρχος
1. είμαι ναύαρχος, διοικώ στόλο («ἄλλῳ δὲ παρήσομεν οὐδενὶ ναυαρχέειν», Ηρόδ.)
2. είμαι αρχηγός στα πλοιαφέσια.