ναυσιπέδη
English (LSJ)
ἡ, anchor, Luc.Lex.15.
German (Pape)
[Seite 232] ἡ, Schiffsband, -feil, Luc. Lexiph. 15.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
amarre, propr. entrave d'un navire.
Étymologie: ναῦς, πέδη.
Russian (Dvoretsky)
ναυσῐπέδη: ἡ причальный канат (ναυσιπέδας ἀφιέναι Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ναυσῐπέδη: ἡ, καλῴδιον πλοίου, Λουκ. Λεξιφ. 15.
Greek Monolingual
ναυσιπέδη, ἡ (Α)
καραβόσχοινο ή άγκυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. -ναυσί του ναῦς «πλοίο» + πέδη «δεσμός» (πρβλ. τροχοπέδη)].