ναυταπάτη
Greek Monolingual
η
(νομ.) αδίκημα που συνίσταται σε δόλια πρόκληση ζημιάς στο πλοίο ή στο φορτίο από τον πλοίαρχο ή από το πλήρωμα με σκοπό την πρόκληση βλάβης στον πλοιοκτήτη ή σε πρόκληση ζημιάς από τον ίδιο τον πλοιοκτήτη για να εισπράξει την ασφάλεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναύτης + απάτη. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].