νεαύξητος

English (LSJ)

νεαύξητον, Glossaria on νεαλδής, Sch.Opp.H.1.692.

Greek (Liddell-Scott)

νεαύξητος: -ον, ὁ νεωστὶ αὐξηθείς, Σχόλ. εἰς Ὀππ. Ἁλ. 1. 692.

Greek Monolingual

νεαύξητος, -ον (Α)
αυτός που αυξήθηκε πρόσφατα, νεοαύξητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -αύξητος (< αὔξω), πρβλ. αναύξητος, δυσαύξητος].