νεολεξία

English (LSJ)

ἡ, tirocinium, the first military service or first campaign of a young soldier, military rawness or inexperience Glossaria.

German (Pape)

[Seite 242] ἡ, Zustand des Neuangeworbenen, tirocinium.

Greek (Liddell-Scott)

νεολεξία: ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ νεόλεκτος, Γλωσσ.

Greek Monolingual

(I)
η
το να λέει κανείς κάτι καινούργιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεόλεκτος (Ι). Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Π. Χιώτη].
(II)
νεολεξία, ἡ (Α) νεόλεκτος
η κατάσταση του νεολέκτου.