νεοφανής

German (Pape)

[Seite 245] ές, eben erst, neu erschienen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

νεοφᾰνής: -ές, ὁ πρὸ μικροῦ φανείς, Στουδ. 1580Α, κτλ. - Ἐπίρρ. νεοφανῶς, Ἰω. Κλίμακ. 896D.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ νεοφανής, -ές)
αυτός που φάνηκε για πρώτη φορά, πρωτοφανής
νεοελλ.-μσν.
(κατ' επέκτ.) παράδοξος, αλλόκοτος
αρχ.
αυτός που διορίστηκε πρόσφατα.
επίρρ...
νεοφανώς (Μ νεοφανῶς)
1. με τρόπο νεοφανή, για πρώτη φορά
2. παραδόξως, αλλόκοτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -φανής (< φαίνω / φαίνομαι), πρβλ. καινοφανής, αγριοφανής].