νευροφάγος

Greek Monolingual

νευροφάγος, -ον (Μ)
(για πάθηση) αυτός που προξενεί βλάβη στα νεύρα ή στους τένοντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον «τένοντας» + -φαγος].