νεφραμιά

Greek Monolingual

η
1. κομμάτι κρέατος, κυρίως από αρνί ή από κατσίκι, το οποίο περιέχει νεφρό
2. το τμήμα της πλευράς ανθρώπου ή ζώου που αντιστοιχεί στην οσφυϊκή περιοχή και περιέχει τα νεφρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεφρό + -αμιά].