νεότομος
English (LSJ)
νεότομον,
A fresh-cut, ὄνυχος ἄλοκι νεοτόμῳ A.Ch.25 (lyr.); ν. πλήγματα newly inflicted, S.Ant.1283.
II freshly cut off, ἕλιξ E.Ba.1170 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 245] = νεότμητος; ὄνυχος ἄλοκι νεοτόμῳ, Aesch. Ch. 25; νεοτόμοισι πλήγμασι, Soph. Ant. 1268; Eur. Bacch. 1169 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 fraîchement coupé ou entaillé;
2 qui vient d'être asséné.
Étymologie: νέος, τέμνω.
Russian (Dvoretsky)
νεότομος:
1 недавно прорезанный, (о ране) только что нанесенный, свежий (ἄλοξ Aesch.; πλήγματα Soph.);
2 недавно срезанный (ἕλιξ Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
νεότομος: -ον, ὁ νεωστὶ κοπεὶς ἢ ἀνοιχθεὶς διὰ τοῦ ἀρότρου, ὄνυχος ἄλοκι νεοτόμῳ Αἰσχύλ. Χο. 25· νεοτόμοισι πλήγμασιν, νεωστὶ κατενεχθεῖσι, Σοφ. Ἀντ. 1283. ΙΙ. ὁ πρὸ μικροῦ ἀποκοπείς, ἕλξις Εὐρ. Βάκχ. 1171.
Greek Monolingual
νεότομος, -ον (Α)
1. (για τη γη) αυτός που ανοίχθηκε πρόσφατα με τη βοήθεια αρότρου
2. (για χτύπημα) αυτό που καταφέρθηκε πρόσφατα
3. αυτός που κόπηκε πριν από λίγο, φρεσκοκομμένος («φέρομεν ἐξ ὄρεος ἕλικα νεότομον», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -τομος (< τέμνω), πρβλ. ολιγότομος].
Greek Monotonic
νεότομος: -ον (τέμνω)·
I. φρεσκοκομμένος ή φρεσκοργωμένος, σε Αισχύλ.· νεότομα πλήγματα, πλήγματα που καταφέρθηκαν πρόσφατα, σε Σοφ.
II. αυτός που μόλις κόπηκε· ἕλιξ, σε Ευρ.
Middle Liddell
νεό-τομος, ον, τέμνω
I. fresh cut or ploughed, Aesch.; ν. πλήγματα newly inflicted, Soph.
II. fresh cut off, fresh cut, ἕλιξ Eur.