νεότροφος
English (LSJ)
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
nouveau-né (propr. nourri depuis peu).
Étymologie: νέος, τρέφω.
Russian (Dvoretsky)
νεότροφος: Aesch. = νεοτρεφής.
Greek (Liddell-Scott)
νεότροφος: ον = νεοτρεφής, Αἰσχύλ. Ἀγ. 724, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 158.
Greek Monolingual
νεότροφος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) νεοτρεφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -τροφος (< τρέφω), πρβλ. λιπαρότροφος].