-έωκαθιστώ κάτι νόμιμο, προσδίδω εκ τών υστέρων νόμιμο χαρακτήρα σε πράξη ή κατάσταση αρχικά παράνομη, κατοχυρώνω νομικά μια κατάσταση.[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμιμος + -ποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1826 στον Ν. Σπηλιάδη].