νοτούρνο

Greek Monolingual

το
μουσ. μελαγχολική μουσική σύνθεση με αργό ρυθμό που εκτελείται συνήθως τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. notturno «νυχτερινός, νυχτερινό τραγούδι» < λατ. nocturnus «νυχτερινός» < λατ. nox, noctis «νύχτα»].