νουβέλλα

Greek Monolingual

η
λογοτεχνικό είδος το οποίο είναι μεγαλύτερο σε έκταση από το διήγημα, αλλά μικρότερο και με απλούστερη πλοκή από το μυθιστόρημα, στην οποία συμμετέχει μικρότερος αριθμός προσώπων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. novella ή γαλλ. nouvelle < λατ. novellus «νεαρός», υποκορ. του novus «νέος»].